περιβολή

περιβολή
η, ΝΜΑ [περιβάλλω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο»)
νεοελλ.
φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου»
(ορυκτ.) σύνηθες και χαρακτηριστικό σχήμα με την μορφή τού οποίου κρυσταλλώνεται μια ουσία
β) «έριδα περιβολής» σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στον παπισμό και στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τα τέλη τού 11ου αιώνα και τις αρχές τού 12ου που άρχισε με μια αμφισβήτηση για την παροχή αξιωμάτων στους επισκόπους και ηγουμένους που αρχικά έπαιρναν από τον αυτοκράτορα τα σύμβολα τής επισκοπικής τους εξουσίας, δηλαδή την επισκοπική ράβδο και το δακτύλιο, αρχή στην οποία αντιτάχθηκαν ορισμένοι πάπες με κοσμοκρατορικές και παποκαισαρικές τάσεις, οι οποίοι αγωνίστηκαν δυναμικά και τελικά, με το κονκορδάτο τής Βορματίας το 1122, συμφωνήθηκε να δίνει ο πάπας τα επισκοπικά σύμβολα και ο αυτοκράτορας το σκήπτρο
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. η εγκατάσταση επισκόπου στο αξίωμά του με την παροχή σε αυτόν τού δακτυλίου και τής ποιμαντορικής ράβδου
νεοελλ.-αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλεται κανείς, περίβλημα, σκέπασμα
2. αυτό που περιβάλλει, που σκεπάζει, που ντύνει το σώμα και κάποτε χρησιμοποιείται ως διακριτικό μιας τάξης, αρχής ή εξουσίας, ένδυμα, ενδυμασία, στολή, φορεσιά («παρουσιάσθη πρὸ τοῡ βασιλέως ἐν ἐπισήμῳ περιβολῇ», Αρρ.)
3. φρ. «εν αδαμιαίᾳ περιβολή» — χωρίς ρούχα, ολόγυμνος
αρχ.
1. επίθεση επιδέσμου
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός
3. περίβολος, περιτοίχισμα, περίφραγμα, φραγμός
4. τα τείχη μιας πόλης
5. περίπλους
6. περιφραγμένος χώρος
7. έκταση, μέγεθος, βαθμός («ἐξανθήματα σμικρὰ καὶ οὐκ ἀξίως τῆς περιβολῆς τῶν νοσημάτων», Ιπποκρ.)
8. (ρητ.) η μορφή τού λόγου, η λεκτική καλλιέπεια, το ύφος
9. (σχετικά με λόγο) διεξοδική ανάπτυξη, μακρολογία, απεραντολογία
10. περιφέρεια, γύρος («μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσειν ποιεῑσθαι» — να κάνει μεγαλύτερο γύρο, Θουκ.)
11. τάση για κτήση, επιδίωξη, έφεση
12. η υπόθεση, το περιεχόμενο θέματος, ο σκοπός
13. φρ. «ἐνιαυσία περιβολὴ χλαμύδος» — εξουσίας, απόκτηση αξιώματος για ένα έτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιβολῇ — περιβολή covering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολή — covering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολή — η στολή, ένδυμα, φορεσιά, περίβλημα, σκέπασμα: Στα μοναστήρια δεν επιτρέπουν την είσοδο σ αυτούς που δεν έχουν σεμνή περιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβολῆι — περιβολῇ , περιβολή covering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολαῖς — περιβολή covering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολαί — περιβολή covering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολῆς — περιβολή covering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολέων — περιβολή covering fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολήν — περιβολή covering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβολῶν — περιβολή covering fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”